- μασύντης
- μασύντης, ὁ (Α)(κατά τον Ησύχ.) «μασητήρ, παρωνύμιον παρασίτου τινός».[ΕΤΥΜΟΛ. Για ετυμολ. βλ. λ. μασώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μασύντης — parasite masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μασώ — άω (ΑM μασῶμαι, άομαι, Μ και μασῶ, άω) 1. συνθλίβω και πολτοποιώ την τροφή με τα δόντια τών δύο σιαγόνων («δεν μπορεί να μασήσει, γιατί τού λείπουν τα δόντια») 2. τρώγω (α. «σήμερα μασάει συνεχώς» β. «καὶ κρέας μασώμενος», Αριστοφ.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
παραμασύντης — ὁ, Α (δ. γρφ.) παραμασήτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + μασύντης «μασητήρ»] … Dictionary of Greek